- εὐτιθάσευτος
- εὐτῐθάσευτος [ᾰ], ον,A easily tamed, Str.15.1.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευτιθάσευτος — εὐτιθάσευτος, ον (Α) (για ελέφαντες) αυτός που τιθασεύεται εύκολα, που εξημερώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τιθασεύω] … Dictionary of Greek
εὐτιθασεύτους — εὐτιθάσευτος easily tamed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)